Τερέντιος

Τερέντιος
Τερέντιος
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Τερέντιος — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Μαρτύρησε με σπαθί, μαζί με τη σύζυγό του Νεουίλη και τα παιδιά του Βήλη, Ευνίκη, Θεόδουλο, Ιέρακα, Νιτά, Σάρβιλο και Φώτιο ή Φωτά. Η μνήμη του τιμάται στις 28 Οκτωβρίου. 2. Καταγόταν από την Αφρική.… …   Dictionary of Greek

  • Τερέντιος Κόιντος Σκαύρος — (Quintus Terentius Scaurus). Λατίνος φιλόλογος και κριτικός της εποχής του Αδριανού (117 138 μ.Χ.), που σχολίασε τον Πλαύτο και τον Βιργίλιο και έγραψε πραγματείες επάνω στη λατινική γραμματική και ποίηση …   Dictionary of Greek

  • Τερέντιος Μάρκος Βάρων Ρεατίνος — (Marcus Terentius Varro Reatinus). Oνομαζόταν Pεατίνος, γιατί καταγόταν από το Pεάτιο της περιοχής της Σαβίνης. Yπήρξε ένας από τους περισσότερο μορφωμένους Pωμαίους, καταγόταν από παλαιά οικογένεια συγκλητικών, και είχε γεννηθεί το 116 π.Χ. Ο… …   Dictionary of Greek

  • Τερέντιος Πόπλιος Βάρρων Ατακινός — (Publius Terentius Varro Atacinus, 82 π.X.– ; 36 π.X.). Ρωμαίος ποιητής, που γεννήθηκε κοντά στον ποταμό Άτακα της Ναρβωνικής Γαλατίας. Σύμφωνα με αρχαία πηγή, άρχισε να σπουδάζει ελληνική φιλολογία στα 35 του χρόνια. Τα σατιρικά του όμως… …   Dictionary of Greek

  • Τερέντιος, ΄Αφερ (Λιβυκός) Πόπλιος — (Publius Terentius Afer, Καρχηδόνα περίπου 190 π.Χ. – περίπου ; 160). Ρωμαίος κωμικός ποιητής. Δούλος του συγκλητικού Τερέντιου Λουκανού, απέκτησε πολιτικά δικαιώματα, αφού έγινε απελεύθερος. Έζησε σε στενή επαφή με τους ελληνίζοντες κύκλους των… …   Dictionary of Greek

  • Τερεντίου — Τερέντιος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τερεντίῳ — Τερέντιος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τερέντιε — Τερέντιος masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τερέντιον — Τερέντιος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βάρρων — (Varro). Οικογενειακό όνομα ονομαστών ανδρών της αρχαίας Ρώμης. Οι κυριότεροι είναι: 1. Γάιος Τερέντιος Β. (Gaius Terentius Varro, τέλη 3ου αι. π.Χ.). Ρωμαίος ύπατος. Ήταν γιος κρεοπώλη και διετέλεσε και ο ίδιος κρεοπώλης. Δημαγωγός καθώς ήταν,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”